- προσφιλονεικώ
- και προσφιλονικῶ, -έω, ΜΑφιλονικώ με κάποιον για κάτι («προσφιλονικήσαντες πρὸς τὸ γεγονὸς ἐλάττωμα αὐτοῑς Ρωμαῑοι», Πολ.)αρχ.1. υπερασπίζω κάτι με θέρμη2. εμμένω, επιμένω3. αμφισβητώ κάτι («εἰ... προσφιλονεικοίη τις ἄρτιον καὶ ἐξ ἑκατέρου γένους ἐπιτελεῑσθαι τὴν ἱερουργίαν», Ηλιόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.